διεκπρίω

διεκπρίω
(χειρουργ.) κόβω ένα οστό με χειρουργικό πριόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α) + εκπρίω. Η λ. μαρτυρείται στον Ιωάννη Ολύμπιο (1802-1869)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • διέκπριση — η 1. πριόνισμα 2. (χειρουργ.) η αποκοπή οστού ή οργάνου τού σώματος με χειρουργικό πριόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διεκπρίω. Η λ. διέκπρισις μαρτυρείται στον καθηγητή της χειρουργικής Ιωάννη Ολύμπιο (1802 1869)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”